- ατυμβος
- ἄτυμβοςἄ-τυμβος2Luc. = ἀτύμβευτος См. ατυμβευτος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άτυμβος — ἄτυμβος και ἀτύμβευτος, ον (Α) [τύμβος] ο άταφος … Dictionary of Greek
ἄτυμβος — without burial masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτυμβον — ἄτυμβος without burial masc/fem acc sg ἄτυμβος without burial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)